ἐπικαταρώμενον

ἐπικαταρώμενον
ἐπικαταράομαι
bring curses
pres part mp masc acc sg
ἐπικαταράομαι
bring curses
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επικαταρώμαι — ἐπικαταρῶμαι, άομαι (Α) [καταρώμαι] 1. καταριέμαι κάποιον με πάθος, εκφέρω κατάρες 2. (για νερό) αυτό που επάνω του έχουν απαγγελθεί κατάρες εναντίον τού ενόχου που τό πίνει («ὕδωρ ἐπικαταρώμενον», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”